- αμφίβιος
- -α, -ο (Α ἀμφίβιος, -ον)(για φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς) αυτός που ζει διπλή ζωή, δηλ. αυτός που μπορεί να ζει και στη στεριά και στο νερόνεοελλ.1. λέγεται επεκτατικά για τα οχήματα που μπορούν να χρησιμοποιηθούν κατά τις ανάγκες και στο νερό και στη στεριά2. (το ουδέτερο πληθυντικό ως ουσιαστικό) τα αμφίβια*αρχ.λέγεται μτφ.: α) για την ψυχή ως κάτοικο δύο κόσμων β) για τον Τειρεσία που έζησε και ως άντρας και ως γυναίκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι-* + βίος].
Dictionary of Greek. 2013.